ἐκφράσεων

ἐκφράσεων
ἐκφράσεω̆ν , ἔκφρασις
description
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλογική — η (λογ.) η μελέτη τυπικών γλωσσών και τυπικών συστημάτων σε ό,τι αφορά τη σημαντική, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ εκφράσεων και τών νοημάτων τους και το συντακτικό τους, δηλ. τις σχέσεις τών εκφράσεων μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • αίνιξις — αἴνιξις, η (Α) [αἰνίσσομαι] χρησιμοποίηση ασαφών, αινιγματικών εκφράσεων ή υπαινιγμών στον λόγο ή στο γράψιμο …   Dictionary of Greek

  • αισθηματολογία — η [αισθηματολόγος] 1. το να εκφράζεται κανείς συναισθηματικά ή να εκδηλώνει υπερβολικό συναισθηματισμό 2. υπερβολική χρήση ερωτικών εκφράσεων, συναισθηματική ή ερωτική φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • αναγωγισμός — ο Φιλοσ. άποψη που υποστηρίζει ότι οι οντότητες ενός δεδομένου είδους είναι αθροίσματα ή συνδυασμοί οντοτήτων ενός απλούστερου ή βασικότερου είδους ή ότι οι εκφράσεις που καταδηλώνουν οντότητες αυτού τού είδους μπορούν να οριστούν με όρους… …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροστομία — η (AM ἐλευθεροστομία) το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία νεοελλ. η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”